αλεσμός

αλεσμός
ἀλεσμός, ο (Α) [ἀλῶ]
άλεση, άλεσμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀλεσμοί — ἀλεσμός grinding masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλώ — ἀλῶ ( έω) (Α) 1. (στον Όμηρο μόνο ως κατ αλῶ) συντρίβω, μεταβάλλω σε σκόνη, αλέθω 2. φρ. «βίος ἀληλεμένος», ζωή πολιτισμένη, άνετη (δηλ. πολιτιστική κατάσταση, όπου γίνεται χρήση αλεσμένου σιταριού και όχι καρπών στη φυσική τους κατάσταση).… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”